Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γουβός — ή, ό ο βουβός … Dictionary of Greek
γούβι — το ονομασία τού πουλιού βύας, μπούφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γούβος < ιταλ. gufo «μπούφος»] … Dictionary of Greek